αφανιστης

αφανιστης
    ἀφανιστής
    ἀφᾰνιστής
    -οῦ ὅ разрушитель
    

(Plut. - v. l. δανειστής)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφανιστης" в других словарях:

  • ἀφανιστής — destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφανιστής — ο (AM ἀφανιστής) [αφανίζω] καταστροφέας, εξολοθρευτής …   Dictionary of Greek

  • ἀφανισταῖς — ἀφανιστής destroyer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανισταί — ἀφανιστής destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστοῦ — ἀφανιστής destroyer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστήν — ἀφανιστής destroyer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστά — ἀφανιστά̱ , ἀφανιστής destroyer masc nom/voc/acc dual ἀφανιστής destroyer masc voc sg ἀφανιστής destroyer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστάς — ἀφανιστά̱ς , ἀφανιστής destroyer masc acc pl ἀφανιστά̱ς , ἀφανιστής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκτόνος — κοσμοκτόνος, ὁ (Μ) ο αφανιστής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λυμαντήρ — λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A) [λυμαίνω] αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»